μετανίσομαι

μετανίσομαι
μετανίσομαι και μετανίσσομαι (Α)
1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι' ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.)
2. εισέρχομαι, φθάνω
3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον
4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον
5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από πίσω του
6. περιέρχεται κάτι στην κατοχή μου, αποκτώ, κερδίζω κάτι («σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσσεαι [πλοῡτον]», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* νίσ(σ)ομαι «έρχομαι, πορεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”